- ἐμπαίει
- ἐμπαίωstrike inpres ind mp 2nd sgἐμπαίωstrike inpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπαίω — (AM ἐμπαίω) καρφώνω με σφυρηλάτηση μετάλλινα διακοσμητικά στοιχεία στην επιφάνεια μετάλλινων σκευών αρχ. φρ. «ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ σύνηθες ὄμμα» καρφώνεται στην ψυχή μου … Dictionary of Greek